φιλόψυχος — φιλόψῡχος , φιλόψυχος loving one s life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψυχότατα — φιλοψῡχότατα , φιλόψυχος loving one s life adverbial superl φιλοψῡχότατα , φιλόψυχος loving one s life neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψύχως — φιλοψύ̱χως , φιλόψυχος loving one s life adverbial φιλοψύ̱χως , φιλόψυχος loving one s life masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψυχον — φιλόψῡχον , φιλόψυχος loving one s life masc/fem acc sg φιλόψῡχον , φιλόψυχος loving one s life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλοψυχία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοψυχίη Α [φιλόψυχος] 1. η υπερβολική αγάπη για τη ζωή 2. συνεκδ. δειλία, ατολμία … Dictionary of Greek
φιλοψυχώ — έω, Α [φιλόψυχος] αγαπώ υπερβολικά τη ζωή μου, είμαι δειλός («πότερα μαχούμεθ ἢ φιλοψυχήσομεν τὸν κατθανόντ ὁρῶντες οὐ τιμώμενον;», Ευρ.) … Dictionary of Greek
φιλοψύχως — Α επίρρ. βλ. φιλόψυχος … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ԱՆՁՆԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0194 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 8c ա. φίλαυτος sui ipsi amori cedens, φιλόψυχος huus vitae cupidus Որ սիրէ զանձն իւր յանչափս. խնդրօղ զանձինն, եւ ոչ զընկերին. կենցաղասէր. ... *Անձնասէրք, արծաթասէրք. ՟Բ. Տիմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)